περισπασμούς

περισπασμούς
περισπασμός
wheeling round
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απερίσπαστος — η, ο (AM ἀπερίσπαστος, ον) [περισπώμαι] 1. αυτός που ασχολείται με κάτι χωρίς να διασπάται η προσοχή του σε άλλες ασχολίες ή φροντίδες 2. παθ. αυτός που εκτελείται χωρίς εμπόδια, περισπασμούς ή διακοπές αρχ. 1. (για στρατεύματα) ο μη… …   Dictionary of Greek

  • πολυπερίσπαστος — ον, Μ αυτός που έχει πολλούς περισπασμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + περίσπαστος (< περισπῶ), πρβλ. α περίσπαστος] …   Dictionary of Greek

  • Ζηνοβία — I (3ος αι. μ.Χ.). Βασίλισσα της Παλμύρας (267 273 μ.Χ.). Η Ζ., που ισχυριζόταν ότι η Σεμίραμις ανήκε στην οικογένειά της, όπως επίσης και η Κλεοπάτρα, ήταν μάλλον ιουδαϊκής καταγωγής. Όμορφη, μελαχρινή, με σπινθηροβόλο πνεύμα, υπήρξε μία από τις… …   Dictionary of Greek

  • Ξένος, Στέφανος — (Σμύρνη 1821 – Αθήνα 1894). Έλληνας συγγραφέας. Αξιωματικός του ιππικού στην αρχή, άρχισε ύστερα από μια σοβαρή ασθένειά του, να ταξιδεύει για αναψυχή στην Ελλάδα και στην Κωνσταντινούπολη, όπου το γραφικό περιβάλλον, που ήταν επίσης γεμάτο… …   Dictionary of Greek

  • απερίσπαστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν εμποδίζεται από περισπασμούς, από ασχολίες ή φροντίδες: Οι οικονομικές δυσκολίες δεν τον άφηναν να επιδοθεί στις σπουδές του απερίσπαστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”